μοδίζω

μοδίζω
μοδίζω (Μ) [μόδιος]
1. υπολογίζω, μετρώ έκταση σε μοδίους
2. μετατρέπω μέτρο επιφάνειας σε μοδίους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοδισμός — μοδισμός, ὁ (ΑΜ) υπολογισμός έκτασης γης ο οποίος γίνεται με το μόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόδιον + ισμός μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *μοδίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”